Κωνσταντίνος – Καραμανλής – Μητσοτάκης στη Μεταπολίτευση
- At 30 Σεπτεμβρίου, 2016
- Από admin
- In ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ, Τσούτσος
- 0
Γεώργιος Αθ. Τσούτσος – πολιτικός επιστήμων
Η διανομή από την « Εστία» της μελέτης του Γεωργίου Κ. Στεφανάκη με τίτλο « Αποστασίας Ανατομή» η οποία περιέχει και απαντήσεις σε πολλές θέσεις του προηγηθέντος τρίτομου πονήματος του Κωνσταντίνου επανέφερε στην επικαιρότητα πολλά ζητήματα του πολιτικού βίου της Ελλάδος. Ζητήματα που αφορούν όχι μόνο στην Αποστασία αλλά και σε πληθώρα θεμάτων τα οποία ανάγονται στην περίοδο της Μεταπολιτεύσεως και τα οποία θίγονται είτε ακροθιγώς είτε εν εκτάσει στο πόνημα του κ. Στεφανάκη.¨Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στον πρόλογο του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου «… ο συγγραφέας έχει βιώσει εκ του σύνεγγυς τις περιγραφόμενες καταστάσεις». Ορισμένες τοποθετήσεις του συγγραφέως δίδουν λαβή σε περαιτέρω διάλογο. Γράφεται ότι ο Καραμανλής είχε απευθύνει πρόσκληση προς τον Κωνσταντίνο να επιστρέψει ύστερα από την πτώση της δικτατορίας ήδη από τις 23 Απριλίου 1973 όταν είχε ζητήσει από τη δικτατορία να « …καλέσει τον βασιλέα που συμβολίζει την νομιμότητα …». Επισημαίνεται επιπλέον πως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος με δηλώσεις του ζήτησε να γίνει δημοψήφισμα στο οποίο αβίαστα θα εκδηλωνόταν η θέληση του λαού ύστερα από την πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα πάντως με τον συγγραφέα «την 23.7. 74 ο Καραμανλής ήταν παράκλητος του Έθνους. Απολάμβανε μοναδικό θρίαμβο. Αρα, τότε δεν τον ήθελε και δίπλα του. Ούτε υπήρχε και προσωπική συμπάθεια μεταξύ τους» . (Στεφανάκης. Αποστασίας Ανατομή, σελ 138).
Το ζήτημα είναι ότι ο Καραμανλής, ενώ αρχικά υποστήριζε την επιστροφή Κωνσταντίνου, αργότερα δήλωσε ουδετερότητα εν όψει του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος και αφού προηγουμένως είχε επαναφέρει το Σύνταγμα του 1952 χωρίς τις θεμελιώδεις διατάξεις του. Παρά τη σύγκρουση του Καραμανλή με τους γονείς του Κωνσταντίνου, όπως αναφέρει ο Σπύρος Θεοτόκης ( Πολιτικαί Αναμνήσεις σ.σ.233- 243) ήδη από το 1971 ο Κωνσταντίνος βρισκόταν σε επαφή με τον Καραμανλή. Η επαφή αυτή διατηρήθηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση του 1974. Ύστερα όμως από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, ο Καραμανλής τάχθηκε εναντίον του βασιλικού θεσμού από τον οποίο είχε ευεργετηθεί κατά το παρελθόν. Ασχέτως, επομένως, των αισθημάτων που τρέφει κανείς για το θεσμό της βασιλείας και το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, πρέπει να παραδεχθεί ότι υφίσταται θέμα ηθικής τάξεως για τον Καραμανλή. Η στάση του Καραμανλή υπήρξε αιφνιδιαστική όχι μόνο για τον Κωνσταντίνο και τους βασιλόφρονες πολιτικούς της εποχής όπως ο Θεοτόκης, αλλά γενικότερα για τον κόσμο της Δεξιάς. Όπως γράφει ο Στέφανος Τσαπάρας (Η πολιτική ηγεσία και οι ξένοι στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας 1974- 1981, τόμ. 10 Αθήνα χχ.σ. 95) » …ο όγκος των στελεχών και των ψηφοφόρων (του Καραμανλή) ήταν βασιλόφρονες και με μεγάλη ατομική προσπάθεια αναγκάστηκαν πολλοί να απέχουν από τον αγώνα τους υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας…». Οι οπαδοί της βασιλείας οι οποίοι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν ψηφίσει υπέρ του Καραμανλή κατελήφθησαν εξ απήνης. Κατά τούτο δικαιώνεται ο μεταγενέστερος χαρακτηρισμός του δημοψηφίσματος από τον Μητσοτάκη ως «ανφέρ» (άδικο) και όχι ως προς τις διαδικασίες που ήταν πράγματι άψογες. Με τη στάση του αυτή βεβαίως ο Καραμανλής διατήρησε το κόμμα του ενωμένο. Ο κ. Στεφανάκης ορθότατα αναγνωρίζει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας το 30, 82% του εκλογικού σώματος είναι « …ο λαοφιλέστερος εφόσον « …ουδείς επόμενος επικεφαλής του κράτους εξασφάλισε τέτοια λαϊκή υποδοχή». Κατά την εκτίμηση του γράφοντος ο Κωνσταντίνος προκειμένου να επιστρέψει στην Ελλάδα είχε ανάγκη από τη στήριξη κάποιας πολιτικής δύναμης. Αφ΄ ης στιγμής ο Καραμανλής διαχώρισε τη θέση του από το θεσμό της βασιλείας, λόγοι στοιχειώδους πολιτικού ρεαλισμού επέβαλαν στον Κωνσταντίνο να μην επιστρέψει στην Ελλάδα στην οποία το σύνολο σχεδόν των πολιτικών κομμάτων είχε ταχθεί εναντίον του. ΟΙ βασιλόφρονες στην Ελλάδα αποτελούσαν τον κορμό της παραδοσιακής δεξιάς στην οποία κυριαρχούσε το τρίπτυχο « πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Με ισχυρούς δεσμούς με τον αγροτικό κόσμο και τα λαϊκά στρώματα, η βασιλεία δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι « ουδέποτε ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό» ΄’’όπως διατείνεται ο συγγραφέας. ( Στεφανάκης, σ.136).
Με έντονο τρόπο ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο ως άνθρωπο ο οποίος παραγνώρισε το γεγονός ότι «… όποιος φοβάται διαρκώς να χάσει, δεν κερδίζει ποτέ. Η νίκη στη ζωή δεν πέφτει από τον ουρανό. Προϋποθέτει αγώνα, σχεδόν πάντα. Και κατακτάται με ανάληψη ευθύνης( κινδύνου).» Κατά τον κ. Στεφανάκη ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μείνει στην Ελλάδα με κίνδυνο να συλληφθεί διότι έτσι « … θα στερέωνε το κύρος του. Θα δοξάζονταν ως γενναίος. Έπραξε αντιθέτως. Και έχασε το θρόνο του». Αισθάνεται κανείς τον πειρασμό να διερωτηθεί: Αραγε ο Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψαν στην Ελλάδα διότι αγωνίστηκαν γενναία και διακινδύνεψαν; Ο κόσμος της πολιτικής δεν είναι « αγγελικά πλασμένος» και ο νοών νοείτω. Πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι ο Καραμανλής επανήλθε στην εξουσία μέσω του « δοτού» Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνος Γκιζίκη. Σχημάτισε κυβέρνηση « Εθνικής Ενότητος» η οποία είχε πολλά κοινά στοιχεία με την «δοτή» κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επισημάνει ότι « δεν έπεσε η χούντα με κλασική έννοια, αποχώρησε από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής και παράδωσε τη σκυτάλη κυριολεκτικά σ’ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου.» ( Παπανδρέου Ανδρέας, από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ, Αθήνα 1976, σ. 138). Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος σε διάστημα 70 ημερών και χωρίς τη λαϊκή ετυμηγορία δίωξε πειθαρχικά « άνω των 100.000 ατόμων». Η πολιτική αιτιολόγηση αυτών των διώξεων κατά τον γράφοντα είναι ανεπαρκής λόγω του γεγονότος ότι ο Καραμανλής παρέλαβε την εξουσία από την καταρρεύσασα δικτατορία και χωρίς διόλου να απειλείται η πολιτική του ηγεμονία.
Σε ένα άλλο σημείο ο κ. Στεφανάκης, αναφερόμενος στα γεγονότα της Αποστασίας, χαρακτηρίζει τον Μητσοτάκη «Αντιπαπανδρέου». Ο γράφων πιστεύει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ισχύει κατεξοχήν και κατά την περίοδο της Μεταπολιτεύσεως, αυτή τη φορά για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον τίτλο όμως αυτό τον δικαιούται εκ νέου ο Μητσοτάκης λόγω της – επί της ουσίας -συμπόρευσης του Καραμανλή και των καραμανλικών με τον Παπανδρέου χάριν του προεδρικού προφίλ του Καραμανλή ο οποίος επιδίωκε να εμφανίζεται σαν υπερκομματικός. Με τη στάση του αυτή ο Καραμανλής στήριξε ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ ασχέτως εάν στην εκλογή του 1990 το ΠΑΣΟΚ δεν το αναγνώρισε. Το 1985 όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου προωθούσε την εκλογή Καραμανλή η οποία απέτυχε τόσο λόγω της αντιδράσεως μελών του ΠΑΣΟΚ όσο και του Αβέρωφ και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η αποδοκιμασθείσα από την πολιτική Καραμανλή συντηρητική εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας απέβλεπε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως που είχε δημιουργηθεί από την μακρά παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο κ. Στεφανάκης δεν φείδεται μειωτικών χαρακτηρισμών για τον Μητσοτάκη για τον οποίο γράφει ότι « Δεν του λείπει η ικανότητα. Αντιθέτως μάλιστα. Περισσεύει όμως, το ελάττωμα. Εμφορείται από αίσθημα κυριαρχίας. Υποτιμά τους άλλους. Λαμβάνει επιπόλαιες αποφάσεις.(Στεφανάκης, σ. 108) Προκειμένου περί της προδικτατορικής περιόδου ο γράφων δεν έχει ιδίαν γνώμη. Προκειμένου όμως περί της τριετούς διακυβερνήσεώς του ( 8.4.1990) πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι άλλαξε τρεις υπουργούς των οικονομικών, (Γ. Σουφλιά, Τ. Χριστοδούλου, Στ. Μάνο),το ότι ζήτησε πρόωρες εκλογές λόγω του «…κλίματος άθλιας συναλλαγής και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου …» δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου σε δικά του σφάλματα όπως πιστεύει ο κ. Στεφανάκης. Ο κ. Στεφανάκης, μάλιστα, γράφει για τον Μητσοτάκη τα εξής: « Κατηγορήθηκε βαριά. Απέφυγε τη δίκη το 1994. Αυτό με απόφαση της βουλής υπό κοινοβουλευτική κυριαρχία Πασόκ, με « κατανόηση» – άρα- Ανδρέα» ( Στεφανάκης, σ. 110). Ο γράφων υπηρέτησε ως μετακλητός υπάλληλος στο Γραφείο Πρωθυπουργού επί κυβερνήσεως Ζολώτα και επί ένα έτος επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη από την οποία παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1992 προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Ως γνωστόν η κυβέρνηση Ζολώτα- η οποία δυστυχώς απέτυχε στο έργο της- προηγήθηκε χρονικώς της κυβερνήσεως Μητσοτάκη. Ο τελευταίος δεκάδες φορές είχε δημοσίως καταγγείλει την ανεπάρκειά της ενώ ο Καραμανλής την υπονόμευε προκειμένου να γίνουν εκλογές και να διεκδικήσει από καλύτερη θέση την εκλογή του στον προεδρικό θώκο. Λόγω του κύρους του και της γενικότερης επιρροής του ο γράφων θεωρεί ότι ο Καραμανλής ηδύνατο να στηρίξει αποτελεσματικά την κυβέρνηση Ζολώτα σε κρίσιμες αποφάσεις ενεργών επί τη βάσει εθνικών κριτηρίων και δεν το έπραξε. Επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη η καραμανλική πτέρυγα με επικεφαλής τον τότε υπουργό Προεδρίας Μιλτιάδη Έβερτ υπονόμευε ευθέως τον Μητσοτάκη. Φωτεινή εξαίρεση αποτελούσε ο νεαρός τότε Κώστας Καραμανλής του οποίου η στάση υπήρξε απολύτως διαφανής. Ο γράφων δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τίποτε το συγκεκριμένο περί οικονομικών σκανδάλων στα οποία ενεπλάκη τότε ο Μητσοτάκης όπως ανοιχτά αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας. Υπήρχε όμως εμφανώς πρόβλημα συνοχής της κυβέρνησής του. Η συντηρητική βάση της Νέας Δημοκρατίας προσδοκούσε για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία να ασκηθεί πολιτική με συντηρητικά χαρακτηριστικά όπως ενεργό ενδιαφέρον για τη Βόρειο Ήπειρο, προώθηση της ελληνοχριστιανικής παιδείας, αποφυλάκιση των πρωταιτίων της δικτατορίας ώστε να λάβει τέλος ο διαχωρισμός των δεξιών σε χουντικούς, βασιλικούς και καραμανλικούς. Ο κεντρώας προέλευσης Μητσοτάκης , ο οποίος συμπεριέλαβε και αξιόλογα κεντρώα στελέχη στη κυβέρνησή του, προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων σε ένα κόμμα το οποίο τον αντιμετώπιζε σαν ξένο σώμα. Οι ως άνω παρατηρήσεις δεν αφορούν τον πυρήνα της εργασίας του κ. Στεφανάκη ο οποίος επικεντρώνεται στην προδικτατορική περίοδο. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι επί τόσες δεκαετίες δεν αντιπροσωπεύθηκε πολιτικά η βάση των ψηφοφόρων που υπήρξαν κατά το παρελθόν οπαδοί της βασιλείας ενώ ο προεδρικός θεσμός με τη σημερινή του μορφή και παρά την επιτυχή παρουσία του έμπειρου κοινοβουλευτικού Προκόπη Παυλόπουλου, θεωρείται αδύναμος λόγω της αποψίλωσης των αρμοδιοτήτων του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο πλαίσιο της προεδρικής πολιτικής του μετατόπισε πολιτικά το κέντρο βάρους του πολιτικού συστήματος εις βάρος κυρίως της παραδοσιακής δεξιάς και σήμερα αναζητούνται εναγωνίως νέες ισορροπίες. Το πολιτικό σύστημα προσανατολίζεται εν γένει προς την ενδυνάμωση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.